- γραντολογώ
- (-άω)ράβω σχοινί γύρω από το ιστίο για ενίσχυσή του, λωματίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγραντολόγιστος — και αγραντολόιστος, η, ο [γραντολογώ] 1. (κυρίως για τα ιστία πλοίου) αυτό που δεν έχει ραφτεί γύρο γύρο με γραντί (δηλ. σχοινί), ώστε να αντέχει, να μη σκίζεται, να μην ξεφτίζει 2. αυτός που είναι άσχημα ντυμένος, κακοντυμένος, ασουλούπωτος 3.… … Dictionary of Greek
ξεγραντολογώ — άω ναυτ. αφαιρώ το λώμα τού ιστίου τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + γραντολογώ «ράβω σχοινί γύρω από το ιστίο για ενίσχυση του»] … Dictionary of Greek